προσκόλλα — προσκόλλᾱ , προσκολλάω glue on pres imperat act 2nd sg προσκόλλᾱ , προσκολλάω glue on pres imperat act 2nd sg προσκόλλᾱ , προσκολλάω glue on imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) προσκόλλᾱ , προσκολλάω glue on imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκολλάσθω — προσκολλά̱σθω , προσκολλάω glue on pres imperat mp 3rd sg προσκολλά̱σθω , προσκολλάω glue on pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκολλάσθωσαν — προσκολλά̱σθωσαν , προσκολλάω glue on pres imperat mp 3rd pl προσκολλά̱σθωσαν , προσκολλάω glue on pres imperat mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκολλάτω — προσκολλά̱τω , προσκολλάω glue on pres imperat act 3rd sg προσκολλά̱τω , προσκολλάω glue on pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκολλᾶν — προσκολλάω glue on pres part act masc voc sg (doric aeolic) προσκολλάω glue on pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) προσκολλάω glue on pres part act masc nom sg (doric aeolic) προσκολλᾶ̱ν , προσκολλάω glue on pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβηδος — (abedus).Γένος εντόμων, σαρκοφάγων και ικανών κολυμβητών. Έχουν μήκος 10 εκ. Το θηλυκό προσκολλά τα αβγά του στη ράχη του αρσενικού, που τα διατηρεί εκεί έως ότου συντελεστεί η εκκόλαψή τους. Το δάγκωμά τους είναι επώδυνο … Dictionary of Greek
προσκόλληση — η το να προσκολλά ή να προσκολλιέται κάποιος κάπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)